Στεκόσουν στο λιμάνι,με τα χέρια στις τσέπες να κοιτάζεις το νερό.
Ήπιος χειμώνας, όχι σαν αυτόν που παγώνει τις ψυχές,
μα ήσουν ακίνητη και πάγος πια να πω δεν ήξερα τί είναι.
Μήπως με βλέμα βλοσυρό να μου θυμίσεις ήθελες,
ή έναν περαστικό κοιτούσες, σκυφτό και μόνο μες τον δρόμο;
Ώρες στέκεις και τα φώτα ανάψαν θερμά.
Η φλυβωδία του κύματος μιλούσε με τη νύχτα,
ώρα πολλή,με πόδια στηλωμένα στο νοτισμένο έδαφος,
μια μυρουδιά να σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια.
Στις γειτονιές τι εύκολος ήταν ο κόσμος!
Το δίκιο είχε ο δυνατότερος, μα η χαρά ήταν δική σου.
Σαν τα σκαλιά μετρούσαν προς τα κάτω μόνο, ο κόσμος σου ανήκε,
κι εσύ, στο δροσερό απόγευμα να φωνάζεις για το μέλλον που ποτέ δεν έρχεται.
Μεθαύριο θα μεγαλώσεις, να μου το θυμηθείς.
Στεγνή μοιάζει η θάλλασα, σαν κάτι να την άδειασε και στα μάγουλά σου να χάραξε
δυο ποταμούς,κι εσύ, στη μέση, γόνιμη ψυχή στα συναισθήματα,
πρόσφορη σε κάθε φωτάκι αναμένο σε μια κρύα νύχτα να δείξεις μια κρύα ψυχή.
-Έσπασε πια,το πήρε η θάλασσα...
-Ποιός είσαι;
-Δεν είμαι εγώ, κοίτα αλλού.
-Ποιός ήσουν;
-Δεν ήμουν εγώ, αλλού κοιτούσες...πιάσε το χέρι σου με το δικό μου.
Κι αν κάπου εκεί τη νύχτα που απλώνεις το χέρι στη ψυχή σου,κι αν περιμένεις χειραψία φιλική,
μην εκπλαγείς αν χρειαστεί κι αλλη φορά να πας εκεί.
Πάντα να ψάχνεις και πότε να βρίσκεις, πότε όχι, πάντα να κοιτάζεις τα μικρά φωτάκια,
εκεί,να κοιτάζεις το νερό,εκεί που η νύχτα ξημερώνει και η μέρα αργησε να φύγει...
Αλέξανδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου