Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Κλαίς μακρυά.

Κρίμα, κλαίς μακρυά,
δεν έχεις μια ζεστή αγκαλιά να αφεθείς.
Αυτό το παιχνίδι που φάνηκε τόσο αθώο,
πώς χαμένους μας βρήκε όλους;
Πέλματα βρεγμένα σε μια άμμο που βουλιάζει.
Ο Ήλιος πνίγηκε.
Πνίγηκε στο δάκρυ σου,
πνίγηκε στην έγνοια σου,
πνίγηκε.

Αλέξανδρος

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Οι κούφιοι άνθρωποι (Τ. S. Eliot)

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
Σκύβοντας μαζί
Κεφαλοκαύκι γεμισμένο άχυρο.
Αλίμονο!
Οι στεγνές φωνές μας
Όταν ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες και ανόητες
Σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
Ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί
Στο ξερό μας κελάρι
Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα
Παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση
Αυτοί που πέρασαν
Με ολόισια μάτια, στου θανάτου τ'άλλο βασίλειο
Μας θυμούνται -αν καθόλου μας θυμούνται- όχι ως χαμένες
Βίαιες ψυχές , μα μοναχά
Ως κούφιους ανθρώπους
Τους βαλσαμωμένους ανθρώπους
Μάτια δεν τολμώ να δω στα όνειρα
Στου θανάτου τ' ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται :
Εκεί, τα μάτια είναι
Ηλιόφως σε μια σπασμένη κολόνα
Εκεί, είν' ένα δέντρο χορεύοντας
Και φωνές είναι
Στου ανέμου το τραγούδισμα
Πιο μακρινές και πιο τελεστικές
Από ένα μαραμένο αστέρι.
Ας είμαι όχι πιο κοντά
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Ας φορέσω επίσης
Τόσο φρόνιμες μεταμφιέσεις
Αρουραίου τρίχωμα, κοράκου δέρμα, κουρελούδες
Σ' έναν αγρό
Φερόμενος όπως φέρεται ο άνεμος
Όχι πιο κοντά
Όχι αυτή την τελική συνάντηση
Στου λυκόφωτος το βασίλειο
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα πέτρινα είδωλα
Σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
Την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
Κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου.
Αυτό είναι σαν αυτό
Στου θανάτου το άλλο βασίλειο
Ξυπνώντας μόνοι
Στην ώρα που είμαστε
Τρέμοντας με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Κάνουν προσευχές σε τσακισμένες πέτρες
Τα μάτια δεν είναι εδώ
Δεν είναι μάτια εδώ
Στην κοιλάδα των άστρων πεθαίνουν
Στην κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σ' αυτό τον έσχατο απ' τους τόπους συναντήσεων
Ψηλαφούμε μαζί
Κι αποφεύγουμε ομιλία
Μαζεμένοι στην όχθη του πρησμένου ποταμού
Αόμματοι, αν δεν
Τα μάτια μας ξαναφανούν
Όπως το αέναο άστρο
Του πολύφυλλου ρόδου
Στου θανάτου το λυκοφωτικό βασίλειο
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.
Εδώ πάμε γύρω απ' την φραγκοσυκιά
Φραγκοσυκιά, φραγκοσυκιά
Εδώ πάμε γύρω απ' την φραγκοσυκιά
Στις πέντε το πρωί
Μεταξύ ιδέας και πραγματικότητας
Μεταξύ κίνησης και δράσης
Πέφτει η Σκιά
Διότι δικό σου είναι το Βασίλειο
Μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας
Μεταξύ κίνησης και απάντησης
Πέφτει η Σκιά
Η ζωή σου είναι πολύ μακριά
Μεταξύ πόθου και σπασμού
Μεταξύ δύναμης και ύπαρξης
Μεταξύ ουσίας και πτώσης
Πέφτει η Σκιά
Διότι δικό σου είναι το Βασίλειο
Διότι δική σου είναι
η ζωή
είναι
διότι δική σου είναι η
Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
Όχι μ' ένα πάταγο αλλά μ' ένα λυγμό

Τ. S. Eliot

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Μικρές πυγολαμπίδες

Στεκόσουν στο λιμάνι,με τα χέρια στις τσέπες να κοιτάζεις το νερό.
Ήπιος χειμώνας, όχι σαν αυτόν που παγώνει τις ψυχές,
μα ήσουν ακίνητη και πάγος πια να πω δεν ήξερα τί είναι.
Μήπως με βλέμα βλοσυρό να μου θυμίσεις ήθελες,
ή έναν περαστικό κοιτούσες, σκυφτό και μόνο μες τον δρόμο;
Ώρες στέκεις και τα φώτα ανάψαν θερμά.
Η φλυβωδία του κύματος μιλούσε με τη νύχτα,
ώρα πολλή,με πόδια στηλωμένα στο νοτισμένο έδαφος,
μια μυρουδιά να σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια.
Στις γειτονιές τι εύκολος ήταν ο κόσμος!
Το δίκιο είχε ο δυνατότερος, μα η χαρά ήταν δική σου.
Σαν τα σκαλιά μετρούσαν προς τα κάτω μόνο, ο κόσμος σου ανήκε,
κι εσύ, στο δροσερό απόγευμα να φωνάζεις για το μέλλον που ποτέ δεν έρχεται.
Μεθαύριο θα μεγαλώσεις, να μου το θυμηθείς.
Στεγνή μοιάζει η θάλλασα, σαν κάτι να την άδειασε και στα μάγουλά σου να χάραξε
δυο ποταμούς,κι εσύ, στη μέση, γόνιμη ψυχή στα συναισθήματα,
πρόσφορη σε κάθε φωτάκι αναμένο σε μια κρύα νύχτα να δείξεις μια κρύα ψυχή.
-Έσπασε πια,το πήρε η θάλασσα...
-Ποιός είσαι;
-Δεν είμαι εγώ, κοίτα αλλού.
-Ποιός ήσουν;
-Δεν ήμουν εγώ, αλλού κοιτούσες...πιάσε το χέρι σου με το δικό μου.
Κι αν κάπου εκεί τη νύχτα που απλώνεις το χέρι στη ψυχή σου,κι αν περιμένεις χειραψία φιλική,
μην εκπλαγείς αν χρειαστεί κι αλλη φορά να πας εκεί.
Πάντα να ψάχνεις και πότε να βρίσκεις, πότε όχι, πάντα να κοιτάζεις τα μικρά φωτάκια,
εκεί,να κοιτάζεις το νερό,εκεί που η νύχτα ξημερώνει και η μέρα αργησε να φύγει...

Αλέξανδρος

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Μία σύντομη σκέψη: "Κριτική"

"Ποιός είσαι εσύ για να κρίνεις;"...Το δικαίωμα κριτικής είναι αναφαίρετο για τον καθένα, όπως είναι το δικαίωμα στην γνώμη του. Μοναδική προϋπόθεση φαίνεται να είναι κανείς έννους. Το ήθος βάσει του οποίου γίνεται η κριτική ωστόσο, είναι μία διαφορετική ιστορία...

Είναι άτοπο η κριτική και η προσωπική γνώμη να ταυτίζονται. Γονιμότερη πνευματικά αποβαίνει η κριτική ως μέσο πνευματικής πρόκλησης και όχι, όπως με μεγάλη συχνότητα παρουσιάζεται, ως όπλο του επεκτατισμού της προσωπικής γνώμης.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Θα φύγω μαζί σου

Ζητώ πολλά από τον κόσμο.
Το φαντάζομαι, δεν μπορεί να τα προσφέρει.
Σαν πλαγιάσω το βράδυ, αφήνω μια ελπίδα στο προσκεφάλι μου
να ξαγρυπνά μέχρι την άλλη μέρα να την πάρω και να φύγουμε για έξω.
Πότε φοράει παντόφλες και θέλει να χουζουρέψει, πότε αθλητικά και θέλει να τρέξει, πότε γυμνή γυρνάει να σοκάρει την αιδώ των προσδοκιών και να εκτεθεί στην αλήθεια που την κοιτάει βλοσυρά.
Μα το νιώθω, η ελπίδα θέλει την φροντίδα μου.
Κάθε πρωί την καλημερίζω. Της χαϊδεύω τα μαλλιά, την φιλώ και την ντύνω με τα καλά της. Της δίνω βιβλία να μάθει για τον κόσμο, την κάνω βόλτες να δει τον κόσμο. Την γνωρίζω σε φίλους, τη συστήνω σε γνωστούς, συζητούμε όλοι μαζί.
Την προφυλάσσω από αυτούς που θέλουν να ασελγήσουν επάνω της, να την εκπορνεύσουν, να της μιλήσουν χυδαία.
Κι όσο μαθαίνει και ζει, τόσο απαντάει μόνη της.
Είναι το παιδί όταν είσαι παιδί.
Η σύντροφος όταν είσαι νέος.
Η μάνα όταν μεγαλώσεις.
Η σοφή γριά όταν γεράσεις.
Είναι αυτή που ζει όσο ζεις, χάνεται μαζί σου, αυτή που γνωρίζει κάθε τι αθέατο και ειδωμένο, όπως κι εσύ.
Η ελπίδα σου είσαι εσύ.

Αλέξανδρος

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Ελεύθερος ή άπατρις; (Στους δρόμους της πόλης)

Δεν έχω στέκια,
φίλο δεν έκανα κανένα.
Με αντοχή ταξιδεύω
μες τους δρόμους της πόλης.
Έχω πατρίδα, δεν έχω πατρίδα.
Στους δρόμους της πόλης ταξιδεύω,
με αντοχή.
Φίλους έκανα τα δίστιχα που λέω το πρωί σαν σηκωθώ για να πατήσω κάτω.
Έχω φίλους, δεν έχω φίλους.
Ταξίδι, στους δρόμους της πόλης,
σε νοητά μονοπάτια, δεμένος, σε δωμάτιο άσπρο.
Έχω φίλους, δεν έχω φίλους.
Έχω πατρίδα, δεν έχω πατρίδα ˙
δεμένος, σε άσπρο δωμάτιο.
Το φως πίσω από τα κάγκελα.
Βαλτετσίου και Τρικούπη, χειμώνας…
Είμαι ελεύθερος.

Αλέξανδρος