Σαν παιδί σε είδα να κρατάς το χέρι του Θεού, απρόσμενη να ταξιδεύεις στον αέρα, σε κόσμο ψεύτικο.
Μια κάλπικη εικόνα,με δεκάρα να εξαργυρωθείς εξίσου κάλπικη.
Ό,τι ένιωθα ας μείνει λίγο ακόμη, ψεύτικο κι ας είναι,
μια στιγμή μονάχα, ένα παιχνίδισμα από φως να τρικυλήσει μες το σκότος,
μια στιγμή κλεμμένη κι αδικαίωτη στο κόκκινο φιλί πάντα να μένει.
Όμορφη είσαι, όμορφη, δυο πέταλα από νούφαρο σαλεύεις σαν κοιτάς,
πέντε ηλιαχτίδες λύνεις με το χέρι σου.
Άσε τις να ρεύσουν, μην τις κρατάς περισσότερο.
Ό,τι φτάσει να ζήσει, θα κρατηθεί κι αργότερα.
Μισή κι ολόκληρη, μια σκέψη φευγαλέα.
Πέρνα. Πέρνα κι επέστρεψε.
Φωτισμένοι οι δρόμοι της γνώσης.
Αλήθεια, πίστεψες ποτέ πως να περπατήσεις θα μπορούσες;
Να κάνεις τί; Ένα τόλμημα ακόμη είναι η ζωή.
Μείνε να γευτείς αστεία, μυστήρια πέπλα που καλύπτουν τα αυτοφανή.
Αυτόδηλη η σκέψη σου, η ύπαρξη κρυφή-πού ζούσες;- έξω από τον χρόνο, μια σταγόνα ήσυχη σε λίμνη μεγάλη.
Πίκρα, θέρμη… ζεστή και φίλια είναι μια όαση, μακριά μήπως είναι ή γελάστηκες;
Συλλογισμός απόψε, πότε ταξίδεψες ξανά, σε ανοιχτό διάστημα με τα χέρια σταυρωμένα, νεκρός κι ανύπαρκτος χωρίς το βάρος
μιας συνείδησης των λέξεων, έξω από στερεοτυπικές εννοήσεις κι ερμηνείες;
Στοίχημα παντοτινό, πρόκληση αδιόρατη, ζήσε κι ας καείς από τις υφές των περιστάσεων.
Αυτολογοκρίνεσαι, τα λόγια φτασμένα μ' αναντίστοιχα.
Μια όψη κι αποσύνδεση.
Αλέξανδρος